- μέλεγος
- και μέλεος και μελιγός και μελιός, ο, και μελιό, το (Μ μελεός και μελιός, ὁ)το φυτό μελία ή φράξο, φράξινο ή φλαμουριά («κι η βελανιδιά κι ο μέλεγος κι ο νερόχαρος λωτός», Παλαμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία, με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.